- νεόζευκτος
- νεό-ζευκτος, ον,A = νεόζυγος, newly-married, AP9.514, Nonn.D.2.594.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεόζευκτος — νεόζευκτος, ον (Α) αυτός που παντρεύτηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ζευκτος (< ζεύγνυμι), πρβλ. ομό ζευκτος] … Dictionary of Greek
νεοζεύκτοιο — νεόζευκτος newly married masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοζεύκτῳ — νεόζευκτος newly married masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek